- μαίνηται
- μαίνομαιragepres subj mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek
κυμαίνηται — κῡμαίνηται , κυμαίνω rise in waves pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαίνηται — λῡμαίνηται , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)